υπερφωσφορικός

υπερφωσφορικός
-ή, -ό, Ν
χημ.
1. (για χημ. ενώσεις) αυτός που περιέχει μεγαλύτερη αναλογία φωσφόρου
2. φρ. «υπερφωσφορικό άλας»
χημ. ονομασία τού ακάθαρτου, συνήθως, δισόξινου φωσφορικού ασβεστίου το οποίο χρησιμοποιείται ως λίπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. superphosphate < super- «υπέρ» + phosphate (πρβλ. φωσφορικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπερφωσφορικός — ή, ό (χημ.), αυτός που περιέχει μεγάλη ποσότητα φωσφόρου: Υπερφωσφορική αμμωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”